ἀβοηθήτου

ἀβοηθήτου
ἀβοήθητος
admitting of no help
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • μανιοκατάθλιψη — Ψυχική ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστες διακυμάνσεις διάθεσης, ενεργητικότητας και απόδοσης. Ονομάζεται και διπολική διαταραχή Οι διακυμάνσεις αυτές είναι σαφώς εντονότερες από αυτές που παρουσιάζονται φυσιολογικά και μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”